ἄκερως

ἄκερως
ἄκερω̆ς , ἄκερος
adverbial
ἄκερω̆ς , ἄκερος
masc/fem nom pl
ἄκερω̆ς , ἄκερος
masc/fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άκερως — ἄκερως ( ω), ων (Α) ο άκερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κέρως < γεν. κέρα(σ)ος τής λ. κέρας] …   Dictionary of Greek

  • δίκερως — ( ωτος), ο (Α δίκερως, ο, η και δίκερως, ων) νεοελλ. ο μαύρος ρινόκερος τής Αφρικής αρχ. (για ζώα ή για τη σελήνη) αυτός που έχει δύο κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (< δις) + κερως < πιθ. γεν. κέρα (σ)ος της λ. κέρας (πρβλ. άκερως)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”